σακκοπλόκος

σακκοπλόκος
σακκο-πλόκος, ον, ([etym.] πλέκω)
A sackweaver, PGiss.10.5,19 (ii A.D.); = saccarius, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σακκοπλόκος — ον, Α 1. αυτός που πλέκει, που υφαίνει σάκους 2. αυτός που πλέκει στραγγιστήρια ή λεπτά κόσκινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”